- κερδαλεόφρων
- κερδαλεόφρωνgreedy of gainmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… … Dictionary of Greek
κερδαλεόφρον — κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem voc sg κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεόφρονα — κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc pl κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεόφρονες — κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεόφρονι — κερδαλεόφρων greedy of gain dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεόφρον' — κερδαλεόφρονα , κερδαλεόφρων greedy of gain neut nom/voc/acc pl κερδαλεόφρονα , κερδαλεόφρων greedy of gain masc/fem acc sg κερδαλεόφρονι , κερδαλεόφρων greedy of gain dat sg κερδαλεόφρονε , κερδαλεόφρων greedy of gain nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek